- καββάλα
- (εβρ. kabbalah). Εβραϊκή μυστικιστική διδασκαλία, η οποία κατά τον 12o αι. άρχισε να αποκτά δική της οντότητα μέσα στο σύνολο των εβραϊκών μυστικιστικών διδασκαλιών. Σε αυτήν συναντώνται στοιχεία προηγούμενων ιουδαϊκών αντιλήψεων, αραβικής φιλοσοφίας και νεοπλατωνισμού. Η Κ. αναπτύχθηκε αρχικά στην Ισπανία σε δύο ξεχωριστά ρεύματα, ένα εκστατικού χαρακτήρα (σκοπός του ήταν η λύση των κόμβων, δηλαδή η διείσδυση πέρα από τις μορφές της φύσης) και ένα θεοσοφικού χαρακτήρα. Αυτό αντιπροσωπεύεται από το Βιβλίο της λαμπρότητας (Ζοχάρ), με σχόλια στην Πεντάτευχο, ο συγγραφέας του οποίου, ή κατ’ άλλους ο εκδότης, είναι ο Μωυσής ντε Λεόν (13ος αι.). Η Κ. υποστηρίζει ότι ο Θεός μπορεί να γίνει γνωστός μόνο μέσα από τον κόσμο των ιδιοτήτων του (σεφιρόθ), που είναι σφαίρες εκδήλωσης του Θεού (φωτεινοί κύκλοι) μέσα από τις οποίες κυκλοφορεί η θεία ζωή. Υπάρχουν δέκα σεφιρόθ: στέμμα, διάνοια, σοφία, κρίση, μέγεθος (έλεος), ωραιότητα, μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα, λόγος, βασίλειο. Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι οι σεφιρόθ είναι ιδιότητες, ενώ άλλοι ότι είναι εκπορεύσεις του Θεού. Όμως, μόνο με τη γνώση των σεφιρόθ οι καλές πράξεις του ανθρώπου μπορούν να φτάσουν έως τον Θεό. Καββαλιστικά κέντρα εμφανίστηκαν τον 13o αι. στην Προβηγκία και τον 16o αι., ιδιαίτερα, στη Σάφετ της Παλαιστίνης, όπου η Κ. έλαβε κάποιον χαρακτήρα μεσσιανισμού.
Κατά την Αναγέννηση η Κ. προκάλεσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον ακόμα και για τον χριστιανισμό. Τις καββαλιστικές σπουδές καλλιέργησαν ο Πίκο ντέλα Μιράντολα, ο Ιωάννης Ρόιχλιν και ο καρδινάλιος Ετζίντιο του Βιτέρμπο.
Καββαλιστικά σύμβολα και υπογραφές σε ένα ενδιαφέρον αρχαιολογικό λείψανο, τη λεγόμενη «μαγική πόλη» (Πλατεία Βίκτορα Εμμανουήλ, Ρώμη).
* * *και κάββαλα και καμπάλα, ημυστικό ιουδαϊκό θεοσοφικό σύστημα που οι απαρχές του ανάγονται στους χρόνους τής βαβυλωνιακής αιχμαλωσίας και που καταγράφηκε κατά τον μεσαίωνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. kabbalah «παράδοση». Η λ., με τη μορφή Κάββαλα, μαρτυρείται από το 1857 στο περιοδικό Ευαγγελικός Κήρυξ].
Dictionary of Greek. 2013.